- παιονίη
- παιονίη, ἡ (Α)(επικ. τ.) βλ. παιωνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παιονίη — Παιονία their land fem nom/voc sg (epic ionic) Παιονίης masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιονίη — Παίονες their land fem nom/voc sg (epic ionic) παιόνιος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιονία — Στην αρχαιότητα περιοχή της Kεντρικής Μακεδονίας, η οποία περιελάμβανε την Ημαθία, Κρηστωνία, Μυγδωνία και τη χώρα των Αγριάνων φτάνοντας έως το Παγγαίο. Πριν από την επικράτηση των Μακεδόνων και ιδιαίτερα πριν από τον Φίλιππο και τον Μέγα… … Dictionary of Greek
παιωνία — I Δικοτυλήδονο φυτό (παιωνία η φαρμακευτική) της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Bρίσκεται αυτοφυές σε πολλές δασώδεις, ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας· ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Είναι εντυπωσιακό φυτό, ποώδες,… … Dictionary of Greek